-
1 ἀ-πειθής
ἀ-πειθής, ές (πείϑομαι), ungehorsam, τινί Thuc. 2, 84; νόμοις Plat. Legg. XI, 936 b, u. öfter; ἀπειϑέστατοι στρατιῶται Xen. Mem. 3, 5, 19; von Pferden, Equ. 3, 6; trotzig, hart, τύχη Pind. frg. 15; ἀδάμας Paul. Sil. 3 (V, 246); κακὸς καὶ ἀπειϑὴς χῶρος, von der Unterwelt, Hermesianax bei Ath. XIII, 597 b; von Schiffen, Thuc. 2, 84, schwer zu lenken. – Aber μῦϑον ἀπειϑῆ ἐρεῖν, Theogn. 1235, nicht überredend; vgl. πρὸς τὴν γεῠσιν ἀπ., zum Kosten nicht einladend, Ath. III, 87 c. – Adv., ἀπειϑῶς ἔχειν πρός τινα, ungehorsam sein gegen Einen, Plat. Ben. III, 891 b.
См. также в других словарях:
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
κεφαλίνη — (Α κεφαλίνη) νεοελλ. 1. γλυκερο φωσφο αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα 2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης αρχ. η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει… … Dictionary of Greek