Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πρὸς τὴν γεῠσιν ἀπ

См. также в других словарях:

  • γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλίνη — (Α κεφαλίνη) νεοελλ. 1. γλυκερο φωσφο αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα 2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης αρχ. η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»